Αφιέρωμα: Εθνικοποιήσεις και εργατικός έλεγχος στη Βενεζουέλα

Η εμπειρία της Βενεζουέλας αποτελεί ένα πολύτιμο δίδαγμα για τον τρόπο που οι εθνικοποιήσεις μαζί με το κίνημα για τον εργατικό έλεγχο έχουν επιδράσει στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες.

Αφιέρωμα: Εθνικοποιήσεις και εργατικός έλεγχος στη Βενεζουέλα

Το αίτημα της εθνικοποίησης και του εργατικού ελέγχου βρίσκεται και στην Ελλάδα στο επίκεντρο του προγράμματος και της συζήτησης του κινήματος και της αριστεράς για μια εργατική απάντηση στην κρίση. Ο τρόπος προσέγγισης των αιτημάτων αυτών διαφέρει βέβαια ανάλογα με τα συμφραζόμενα στα οποία εντάσσεται. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί κρίσιμο κρίκο ενός προγράμματος αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Η εμπειρία της Βενεζουέλας μπορεί επομένως να αποτελέσει μια πολύτιμη εμπειρία για τον τρόπο που οι εθνικοποιήσεις μαζί με το κίνημα για τον εργατικό έλεγχο έχουν επιδράσει στις πρωτότυπες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες.

Επιμέλεια: Κώστας Γούσης

Το αφιέρωμα εμφανίστηκε σε πέντε μέρη στο alterthess.gr

Τα πρώτα κεφάλαια  εκκινούν από την ευρύτερη επικαιρότητα. Στο πρώτο με βάση τις τελευταίες εξαγγελίες του Τσάβες για την εθνικοποίηση του χρυσού γίνεται μια ανασκόπηση σημαντικών εθνικοποιήσεων της τελευταίας δεκαετίας και τίθενται κάποια γενικότερα ερωτήματα. Στο δεύτερο γίνεται αναφορά στην πορεία που έγινε τέλη Ιούλη με την οποία παραδόθηκαν 45.000 υπογραφές για τη νομοθετική κατοχύρωση του εργατικού ελέγχου ενώ περιγράφεται και το πλαίσιο της ανάπτυξης του κινήματος του εργατικού ελέγχου παράλληλα με τη δημιουργία της νέας συνομοσπνδίας, της UNETE. Στο τρίτο μέρος γίνεται αναφορά στη μεγάλη πρώτη πανεθνική συνάντηση αντιπροσώπων εργατικών συμβουλίων που έγινε στις 21 Μαϊου 2011. Το τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο αναφέρονται στη σχέση εργατικών συμβουλίων και τοπικών κοινοτήτων και στα τελικά συμπεράσματα.

 

17/08/2011 – Ο Τσάβες ανακοίνωσε την εθνικοποίηση της βιομηχανίας χρυσού, η πολιτική των εθνικοποιήσεων καλά κρατεί …

Η Rusoro είναι γνωστή ρωσό – καναδική εταιρεία εξόρυξης χρυσού που δραστηριοποιείται στη Βενεζουέλα. Πριν λίγες μέρες, άσκησε πιέσεις στο Καράκας μαζί με άλλες εταιρίες ότι η κυβέρνηση τις εμποδίζει να πουλήσουν αρκετό χρυσό στο εξωτερικό. Η απάντηση του Τσάβες ήταν άμεση. Με ανακοίνωσή του στο κρατικό κανάλι διαμήνυσε ότι θα εθνικοποιήσει τη βιομηχανία χρυσού ξεκαθαρίζοντας ότι θα βάλει τέλος στις μαφίες που τον εξάγουν εκτός χώρας.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση παίρνει αυτή την πρωτοβουλία. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους νόμους που επέκτειναν τον κρατικό έλεγχο στο πετρέλαιο (άντληση, αποθήκευση, μεταφορά) καταργώντας τις μέχρι τότε εκχωρήσεις σε κοινοπραξίες πολυεθνικών; Εκείνη η απόφαση στην αυγή του 21ου αιώνα είχε αποτελέσει σοκ για το πολυεθνικό κεφάλαιο και τις ΗΠΑ. Η απόπειρα μάλιστα πραξικοπήματος και το σαμποτάζ στην οικονομία με αιχμή το στρατηγικό τομέα της ενέργειας ήταν η πρώτη σπασμωδική απάντηση του μπλοκ της αντίδρασης. Η μαζική λαϊκή κινητοποίηση όμως οδήγησε το πραξικόπημα σε φιάσκο και το σαμποτάζ «έσπασε» με την «από τα κάτω» κινητοποίηση πρωτοπόρων τμημάτων της εργατικής τάξης.

Από τότε το ερώτημα των εθνικοποιήσεων αποτέλεσε τον κρίσιμο κόμβο της συγκρότησης ενός νέου ταξικού μπλοκ δυνάμεων που έδωσε την αντιπαράθεση σε δεκάδες επιχειρήσεις (με καταλήψεις εργοστασίων, διαδηλώσεις, σκληρές συγκρούσεις κ.ο.κ)  σε συμμαχία με τις τοπικές κοινότητες και τα επιμέρους κινήματα. Η πρωτοβουλία των εργατών αποτέλεσε τον κρίσιμο παράγοντα που την τελευταία δεκαετία «έσπρωξε» τον Τσάβες και την κυβέρνηση σε εκτεταμένες εθνικοποιήσεις σε μια σειρά τομείς της οικονομίας σφραγίζοντας με ταξικό πρόσημο τις εξελίξεις και οξύνοντας τις αντιφάσεις της μπολιβαριανής διαδικασίας. Η ίδια η δράση των εργατών για την αποτυχία του πραξικοπήματος τους έδωσε την αυτοπεποίθηση αλλά και ένα έμπρακτο παράδειγμα της δυναμικής της λαϊκής πρωτοβουλίας. Τα ερωτήματα πλέον τίθενται με έναν τρόπο που τείνει να παραβιάσει τα ιερά και τα όσια του αστικού καθεστώτος.

Είναι άραγε αναφαίρετο το δικαίωμα των βιομηχανιών αναψυχής να λυμαίνονται τις παραλίες με ξενοδοχεία, απλώστρες, κλαμπάκια, εισόδους κ.ο.κ.; Στη Βενεζουέλα δόθηκε αρνητική απάντηση προχωρώντας στην εθνικοποίηση της παράκτιας ζώνης της Βενεζουέλας, 80 μέτρα απ’ το υψηλότερο σημείο της παλίρροιας. Είναι απαραβίαστο και ιερό το δικαίωμα της βιομηχανίας τροφίμων να στήνει τα καρτέλ και να ανεβοκατεβάζει τις τιμές; «Να βγείτε και να καταλάβετε τα μέσα παραγωγής τροφίμων, ο αγώνας δεν είναι μεταξύ της κυβέρνησης και της μιας ή της άλλης εταιρείας αλλά ένας αγώνας μεταξύ του λαού και της ολιγαρχίας που δημιουργεί την πείνα, εκμεταλλεύεται το λαό και αποθησαυρίζει την παραγωγή», δήλωσε ο Υπουργός Αγροτικής Οικονομίας Elías Jaua το 2009. Είχαν προηγηθεί έρευνες σε εταιρίες, όπου αποδείχθηκε ότι λειτουργούσαν με τη μισή δυνατή παραγωγική τους δυνατότητα οδηγώντας σε έλλειψη βασικών τροφίμων (ζάχαρη, γάλα, ρύζι, μαγειρικό λάδι, φασόλια κ.α.). Στις έρευνες αυτές καθοριστικός ήταν ο ρόλος των εργατών που αποκάλυπταν τις δολιοφθορές που έστηναν οι εταιρίες θυσιάζοντας τις κοινωνικές ανάγκες στο όνομα του κέρδους. Μέσα σ’ αυτή τη διεργασία οι εργάτες συνειδητοποιούσαν τον κυρίαρχο ρόλο τους ως παραγωγών του κοινωνικού πλούτου. Όταν ο Τσάβες διέταξε 90 μέρες κρατικής παρέμβασης σε ιδιωτικών συμφερόντων εργοστάσιο που παρήγαγε νοθευμένο ρύζι, οι εργάτες λειτούργησαν με νέο τρόπο το εργοστάσιο ελέγχοντας την όλη διαδικασία της παραγωγής.

Τα παραδείγματα αυτά δίνουν μόνον ένα «κομμάτι» του εν εξελίξει πάζλ των εθνικοποιήσεων. Προφανώς, μια πολιτική στηριγμένη στις εθνικοποιήσεις ούτε αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία ούτε «ακραία κομμουνιστική» πολιτική, όπως συχνά εμφανίζεται στα αντι – τσαβικά παραληρήματα των μέινστριμ μίντια. Ιστορικά ακόμα και αστοί πολιτικοί είχαν προχωρήσει σε εθνικοποιήσεις την περίοδο του κράτους πρόνοιας. Άλλωστε, έχει σημασία ο προσανατολισμός στον οποίο εντάσσονται οι εθνικοποιήσεις και τα πραγματικά οφέλη που έχει ο κόσμος της εργασίας. Για παράδειγμα, μετά το ξέσπασμα της κρίσης εμφανίστηκε μαζικά η πρακτική των «εθνικοποιήσεων» με πρωτοβουλίες όπως του Ομπάμα! Πρόκειται βέβαια για εθνικοποιήσεις των χρεών με λεφτά των εργαζομένων, που καμία απολύτως σχέση δεν έχουν με όσα συμβαίνουν στη Βενεζουέλα. Ορισμένες από τις πρωτοβουλίες της  Βενεζουέλας περισσότερο θυμίζουν εκείνη τη μέρα του 1956, όταν ο Νάσερ ανακοίνωνε την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ ταράζοντας τις διεθνείς ισορροπίες και παγώνοντας τα βλέμματα των όπου γης κεφαλαιοκρατών. Τα δύο στοιχεία που ξεχωρίζουν στην περίπτωση των εθνικοποιήσεων της Βενεζουέλας είναι το εντελώς διαφορετικό διεθνές πλαίσιο του σημερινού καπιταλισμού (τόσο από άποψη συγκρότησης όσο και συσχετισμού δυνάμεων) και κυρίως ο ρόλος της εργατικής τάξης στην όλη διαδικασία.

Σε μια προσπάθεια επομένως να αναλύσουμε την κατάσταση από τη σκοπιά των ίδιων των «παραγωγών του κοινωνικού πλούτου», το ερώτημα δεν είναι μόνον οι όροι με τους οποίους φτάνουμε στην εθνικοποίηση, αλλά και το «μετά την εθνικοποίηση τι»; Στο πρώτο ερώτημα έχει αναμφίβολα μεγάλη σημασία να δει κανείς τί αντίκτυπο αφήνει στη συνείδηση των λαϊκών μαζών μια μεγάλη και νικηφόρα μάχη, όπως ήταν η περίπτωση της εθνικοποίησης της Sidor, της μεγαλύτερης χαλυβουργίας στη Λατινική Αμερική. Στο δεύτερο ερώτημα η καθοριστική πλευρά είναι η σύνδεση της εθνικοποίησης με την πάλη για τον εργατικό έλεγχο. Και απ’ αυτή την άποψη η ανάπτυξη ενός κινήματος εργατικού ελέγχου την τελευταία δεκαετία στη Βενεζουέλα αποτελεί κάτι παραπάνω από πολύτιμη εμπειρία και ξαναφέρνει στην ημερήσια διάταξη τη συζήτηση γύρω από την τακτική και στρατηγική της αριστεράς που σε προηγούμενη φάση φάνταζε διεθνώς βραχυκυκλωμένη.

 

26/07/2011 – Με πορεία δύο χιλιάδων παραδίδονται 45.000 υπογραφές που απαιτούν νομοθετική κατοχύρωση του εργατικού ελέγχου. Ο ρόλος των νέων συνδικάτων της UNETE και η ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήματος

Στις 26 Ιούλη στο κέντρο του Καράκας 2000 εργάτες παρέδωσαν έγγραφο με 45.000 υπογραφές με το οποίο απαιτούσαν από το Νομοθετικό Σώμα αφενός να εγκρίνει άμεσα τον Ειδικό Νόμο για τα Σοσιαλιστικά Εργατικά Συμβούλια και αφετέρου να ξεκινήσει αμέσως τη συζήτηση για ένα «νέο κι επαναστατικό» Οργανικό Εργατικό Νόμο. Και τα δύο αιτήματα υποβλήθηκαν με βάση το άρθρο 240 του Συντάγματος, με το οποίο οι πολίτες της Βενεζουέλας έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στη νομοθετική διαδικασία.

Δεν ήταν η πρώτη φορά το τελευταίο διάστημα που το λεγόμενο κίνημα του εργατικού ελέγχου κάνει αισθητή την παρουσία του και διεκδικεί τον αυτοτελή πολιτικό του ρόλο. Μόλις το Μάρτη του 2011 πολλές χιλιάδες είχαν ανταποκριθεί στο τότε κάλεσμα της UNETE και απαίτησαν δημοκρατία στους χώρους δουλειάς, δύναμη στα συνδικάτα, έλεγχο στα πλάνα και τους ρυθμούς δουλειάς και προστασία απέναντι στην τρομοκρατία που έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια σε δολοφονίες επαναστατών εργατών από πληρωμένους γκάνγκστερ της εργοδοσίας.

Ποια είναι όμως η UNETE και ποιο το περίφημο κίνημα του εργατικού ελέγχου;                                                        

Η Unión Nacional de Trabajadores – UNETE φτιάχτηκε με πρωτοβουλία συνδικάτων, πολιτικών συλλογικοτήτων και συνδικαλιστών το 2003. Η δημιουργία της αποτέλεσε ταξική αγωνιστική απάντηση στον απόλυτο εκφυλισμό της επίσημης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της CTV (Confederación de Trabajadores de Venezuela), η οποία συμμετείχε στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2002 και πολεμάει λυσσαλέα κάθε  εργατική ριζοσπαστικοποίηση και αυτοτελή πρωτοβουλία. Παρά τα προβλήματά της η UNETE μαζικοποιήθηκε πολύ γρήγορα, δημιούργησε πολλά νέα συνδικάτα και συλλογικότητες ανέργων, πήρε πρωτοβουλίες για την ελαστική εργασία, ενώ «κέρδισε» πολλά συνδικάτα που έσπασαν από τη CTV. Η UNETE εκφράζει «κριτική στήριξη» προς τον Τσάβες, ενώ η  ανεξαρτησία της από την κυβέρνηση αποτελεί διαρκές διακύβευμα και σημείο τριβής των ομάδων που δραστηριοποιούνται εντός της νέας Συνομοσπονδίας. Σε κάθε περίπτωση έχει δώσει πολύ θετικά δείγματα γραφής ενώ δεν έχει φοβηθεί να συγκρουστεί με πολιτικές της κυβέρνησης και ειδικά αντεργατικές πρακτικές των τοπικών αρχόντων. Βασική της διακήρυξη είναι ότι ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» κρίνεται πρώτα απ’ όλα στους χώρους δουλειάς και τα επόμενα βήματα της μπολιβαριανής διαδικασίας θα καθοριστούν από τη συγκρότηση, τη συνειδητή δράση και τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος. Το πιο σημαντικό πεδίο συμβολής της ήταν σε κάθε περίπτωση η ανυποχώρητη πάλη για τις εθνικοποιήσεις και τον εργατικό έλεγχο.

Η πρόταση για τον Ειδικό Εργατικό Νόμο για τα Σοσιαλιστικά Εργατικά Συμβούλια ήταν αρχικά νομοθετική πρόταση του ΚΚΒ (Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας) το 2007 και τότε είχε στηριχθεί και από τον Τσάβες, χωρίς όμως να τεθεί σε ψήφιση. Στο τελευταίο του συνέδριο που έγινε το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου του 2011 το ΚΚΒ αποτίμησε πολύ θετικά την ανάπτυξη του κινήματος για τον εργατικό έλεγχο κι εκτίμησε ότι τα σοσιαλιστικά εργατικά συμβούλια είναι κρίκος για τη συγκέντρωση δυνάμεων και την ανάπτυξη της «λαϊκής επαναστατικής συνείδησης». Το συνέδριο τέλος αποφάσισε τη συνέχιση της πάλης για ένα νέο Οργανικό Εργατικό Νόμο, ο οποίος συζητιέται στα νομοθετικά όργανα από το 2003 και από τότε καθυστερεί!

Ιδιαίτερα ένθερμος απέναντι στα εργατικά συμβούλια αλλά επιφυλακτικός στην εμμονή του ΚΚΒ να ιεραρχεί ως πρώτο ζήτημα την ψήφιση του Νόμου ήταν στις αρχές του καλοκαιριού του 2010 ο Stalin Pérez Borges, πρωτοπόρος συνδικαλιστής, ιδρυτικό στέλεχος της UNT και μέλος του Marea Socialista, που παρεμβαίνει εντός του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (PSUV) με θέσεις αριστερής εργατικής αντιπολίτευσης. Σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο περιοδικό Against the Current είχε τονίσει ότι τα εργατικά συμβούλια αποτελούν τη συνέχεια των επαναστατικών παραδόσεων του εργατικού κινήματος και είναι καθοριστική η σημασία τους ειδικά αν λάβει κανείς σοβαρά υπόψη ότι τον έλεγχο της οικονομίας στη Βενεζουέλα τον έχει ακόμη η ιδιωτική πρωτοβουλία και τα συμφέροντα της εγχώριας μπουρζουαζίας και των πολυεθνικών. Για το δε νόμο ανέφερε σχετικά:

«Χρειαζόμαστε αλήθεια ένα νόμο που να εγκριθεί από τους αντιπροσώπους της Εθνοσυνέλευσης ή θα είναι καλύτερα να αφήσουμε να ξεδιπλωθεί στην πράξη το σχέδιο των εργατικών συμβουλίων και να διεκδικηθεί η νομοθετική κατοχύρωση βάσει της ίδιας της εμπειρίας των εργατών; Αν ο νόμος θεσπιστεί πριν την πείρα των εργατών κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε αδιέξοδο. Είναι αδύνατο να θεσπίσεις και να ορίσεις εκ των προτέρων μια διαδικασία που είναι από τη φύση της πολύ ανοικτή στις προοπτικές, ιδιαίτερα αν θες να φτιάξεις ένα νόμο που να σπρώχνει προς τα μπρος την επαναστατική διαδικασία κι όχι να αναπαράγει τα παλιά μοτίβα».

Τελικά για πρώτη φορά τα συμβούλια αναγνωρίστηκαν νομοθετικά με την αποδοχή του «Οργανικού Νόμου για τη Λαϊκή Εξουσία» το Δεκέμβρη του 2010. Αυτό όμως που φαίνεται να παίζει τον κρίσιμο ρόλο μέχρι και σήμερα είναι όντως η «από τα κάτω» ανάπτυξη του κινήματος για τον εργατικό έλεγχο. Το κίνημα αυτό ριζωμένο σε σκληρές βιομηχανικές ζώνες της Βενεζουέλας, όπως η Guayana, «έδεσε» με την πάλη για τις εθνικοποιήσεις και πολιτικοποίησε το ήδη αναπτυσσόμενο ρεύμα της ριζοσπαστικοποίησης του εργατικού κινήματος.

Στις επιχειρήσεις άλλωστε που επέβαλαν μέσα από σκληρό και πολύμορφο αγώνα την εθνικοποίηση τους η επιβολή του εργατικού ελέγχου είναι που κρίνει αν τελικά η εθνικοποίηση θα σηματοδοτήσει μια τομή για την εργατική τάξη και έναν προσανατολισμό της οικονομίας προς όφελος των λαϊκών μαζών. Τα συμβούλια παραμένουν ανεξάρτητα από τα σωματεία και αποτελούν μαζικές οργανώσεις της λαϊκής εξουσίας που επιτρέπουν στους εργάτες να συμμετάσχουν σε παραγωγικές, διοικητικές και διαδικασίες μάνατζμεντ μέσα στους χώρους δουλειάς.

Αυτό που τονίζουν οι πρωτεργάτες του κινήματος για τον εργατικό έλεγχο είναι ότι οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις στα χέρια των γραφειοκρατών του κράτους αφενός δε θα σηματοδοτήσουν καμιά ουσιαστική διαφορά για τους εργάτες ή την κοινωνική πλειοψηφία και αφετέρου είναι πιθανό οι γραφειοκράτες να επενδύσουν στην αποτυχία των κρατικών επιχειρήσεων στο όνομα της επιστροφής στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Για παράδειγμα, όπως αναφέρθηκε σε μία από τις ομιλίες  της πορείας της 27ης Ιουνίου «ο εργατικός έλεγχος είναι ο μόνος τρόπος για να ηττηθούν οι μεσάζοντες και να μην πουλιούνται τα προϊόντα σε κερδοσκοπικές τιμές στην αγορά».

Ο εργατικός έλεγχος μπορεί επομένως να αποτελέσει μέσο για την «από τα κάτω» επιβολή της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου και μέσο της διαπαιδαγώγησης των εργατών στην αυτοκυβέρνησή τους. Κι αυτό είναι κάτι που ήδη φαίνεται στην εμπειρία από τους χώρους δουλειάς στη Βενεζουέλα.

(ΠΗΓΗ: venezuelanalysis.com)

 

21/05/2011 – Συνάντηση για τον εργατικό έλεγχο 900 αντιπροσώπων εργατικών συμβουλίων από πάνω από 100 εργοστάσια.

Την πραγματική εμπειρία του κινήματος για τον εργατικό έλεγχο συζήτησαν στις 21 Μαΐου 900 αντιπρόσωποι εργοστασιακών συμβουλίων, οι οποίοι συναντήθηκαν στις εγκαταστάσεις της Sidor.

Η Sidor εθνικοποιήθηκε το 2008 μετά από ανυποχώρητο και περήφανο αγώνα που αποτέλεσε παράδειγμα για τη μάχη που δινόταν σε εκατοντάδες επιχειρήσεις. Στην περιοχή της Guayana, στην ανατολική πλευρά νότια του ποταμού Ορινόκο, όπου βρίσκεται και η Sidor, το κίνημα του εργατικού ελέγχου έχει προωθημένες κατακτήσεις σε δεκάδες εργοστάσια μέσα από σκληρή σύγκρουση – συμπεριλαμβανομένης της φυσικής βίας – με τον ιδιώτη εργοδότη αλλά και μετά την εθνικοποίηση με τα γραφειοκρατικά τμήματα του κρατικού μηχανισμού…

Αν και ο Τσάβες έχει στηρίξει σε πολλές περιπτώσεις τον εργατικό έλεγχο, οι τοπικοί δήμαρχοι και κυβερνήτες έχουν πρωταγωνιστήσει στην υπονόμευση και την τρομοκρατία της εργατικής πρωτοβουλίας σε συμμαχία με αστικοποιημένα συνδικάτα που ορισμένες φορές στήνονται από αντιδραστικές διοικήσεις ή χρηματοδοτούνται άμεσα από πολυεθνικές εξυπηρετώντας συγκροτημένα κι επιθετικά τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα όσα διαδραματίστηκαν στο εργοστάσιο αλουμινίου ALCASA, τα οποία διηγήθηκε στη συνάντηση ο άμεσα εμπλεκόμενος Elio Sayago. Το Μάιο του 2010 το σωματείο πρότεινε τον Elio Sayago για τη διεύθυνση του εργοστασίου και πίεσε τον Τσάβες να δεχθεί μια τέτοια εξέλιξη. Ο Τσάβες όχι μόνο στην ALCASA αλλά και σε άλλα εργοστάσια (SIDOR, BAUXILUM και VENALUM) δέχθηκε το διορισμό εργατών στις κρίσιμες θέσεις και προέτρεψε τους εργάτες να προωθήσουν σε όλα τα πεδία τον εργατικό έλεγχο. Ο Rangel Gómez όμως, κυβερνήτης της περιοχής κι εκλεγμένος με το PSUV (το κόμμα που ηγείται ο Τσάβες) είχε άλλη άποψη!

Για το λόγο αυτό μέσα στο χρόνο και σε συνεργασία με το αντιδραστικό σωματείο Μπολιβαριανή Εργατική Δύναμη (Bolivarian Workers’ Force – FBT) χρησιμοποίησε βίαιες μεθόδους και σαμποτάζ για να καταστείλει τον εργατικό έλεγχο. Με πληρωμένους τραμπούκους οι δυνάμεις της αντίδρασης κατέλαβαν τις πύλες του εργοστασίου και απαγόρευσαν για 34 μέρες τη λειτουργία της παραγωγής με στόχο να ανατρέψουν το Sayago και να πετύχουν ένα καίριο πλήγμα στο κίνημα του εργατικού ελέγχου. Αντίστοιχες πρακτικές παρατηρήθηκαν και στη BAUXILUM και σε μικρότερο βαθμό στη SIDOR.

Τα προβλήματα με τις τοπικές αρχές δεν ήταν τοπικό φαινόμενο. Οι παρεμβάσεις εκπροσώπων εργοστασιακών συμβουλίων από τις πλέον διαφορετικές περιοχές της χώρας έδειξε ότι η πάλη και ο μαζικός εργατικός «από τα κάτω» συντονισμός είναι ο μόνος δρόμος για να επιβληθούν κατακτήσεις. Για παράδειγμα ο αντιπρόσωπος ενός εργοστασίου παραγωγής ειδών μπάνιου, τόνισε πως δύο φορές ο Τσάβες ανακοίνωσε την εθνικοποίηση του εργοστασίου (Νοέμβριος 2009 και Ιούνιος 2010). Κάτι τέτοιο όμως δεν εφαρμόσθηκε ποτέ στην πράξη, καθώς μπλοκαρίστηκε από τα γραφειοκρατικά τμήματα του κρατικού μηχανισμού. Εργάτριες από την Κλωστοϋφαντουργία στο Μαρακάι, περιέγραψαν την πεισματική άρνηση του δήμου και του τοπικού κυβερνήτη να ανταποκριθεί στο αίτημα της εθνικοποίησης παρά το γεγονός ότι έχουν προχωρήσει σε κατάληψη του εργοστασίου τα τελευταία δύο χρόνια. Η ίδια άρνηση της εθνικοποίησης οδήγησε άλλους εργάτες στη VIVEX, εργοστάσιο παραγωγής παρμπρίζ, στο να συστήσουν προσωρινά μια κοοπερατίβα, νομική μορφή που τους δίνει τη δυνατότητα να παράγουν και να πωλούν μόνοι τα προϊόντα τους. Όπως όμως εξήγησε ο Jean Carlos Sabino, η επιλογή της κοοπερατίβας είναι μόνο προσωρινή, ενώ η εθνικοποίηση είναι η μόνη πραγματικά βιώσιμη επιλογή για το μέλλον.

Μια ξεχωριστή στιγμή της συνάντησης ήταν η παρέμβαση κάποιου Mejías, που παρουσιάστηκε σαν αντιπρόσωπος του συνδικάτου της Mitsubishi στο κρατίδιο Anzoátegui. Στην πραγματικότητα όμως, είναι ηγέτης ενός νέου εργοδοτικού σωματείου που φτιάχτηκε με πρωτοβουλία της διοίκησης μετά τις απολύσεις 220 εργατών, μεταξύ των οποίων 11 εργατών του πραγματικά αγωνιστικού συνδικάτου. Όταν το ακροατήριο άκουσε την απίστευτα ντροπιαστική υποστήριξή του στις ενέργειες των αφεντικών, η ομιλία του διακόπηκε και η συντριπτική πλειοψηφία απαίτησε να πεταχτεί έξω απ’ την αίθουσα της συνάντησης.

Ο Félix Martínez, εκπρόσωπος του πραγματικού συνδικάτου (SINGETRAN) που μίλησε αμέσως μετά, δήλωσε ότι η πάλη των εργατών για την ανάκληση των απολύσεων συνεχίζεται και κάλεσε την Υπουργό Εργασίας María Cristina Iglesias να αλλάξει τακτική και να σταματήσει να στηρίζει την πολυεθνική της Ιαπωνίας Mitsubishi.

Η συνάντηση κατέληξε σε κείμενο – απόφαση συμπερασμάτων και πρωτοβουλιών συντονισμού το οποίο υπογράφηκε από αντιπροσώπους πάνω από 100 εργοστασίων που εκτείνονται σε 21 από τα 24 κρατίδια της χώρας. Κατατέθηκε μάλιστα και ψήφισμα καταδίκης του τοπικού κυβερνήτη Rangel Gómez, το οποίο και πέρασε ομόφωνα.

(ΠΗΓΗ: In Defence of Marxism)

 

Η δυναμική ενός νέου μπλοκ εργατικών συμβουλίων και τοπικών κοινοτήτων στην πορεία του κοινωνικού μετασχηματισμού

Όπως έχουμε ήδη περιγράψει, το εν εξελίξει κίνημα των εργατικών συμβουλίων έχει θέσει επί τάπητος τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του οργανωμένου ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος.  «Οι εργάτες είναι η κινητήριος δύναμη της ιστορικής αλλαγής και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Γι’ αυτό το λόγο ένας νέος κι επαναστατικός εργατικός νόμος σε συμφωνία με το Σύνταγμα της Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας είναι αναγκαίος» δήλωσε πρόσφατα ο εκπρόσωπος των σοσιαλιστικών εργατικών συμβουλίων Rosso Grimau. Ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Fernando Soto Rojas μετά την υποβολή των 45.000 υπογραφών στη διαδήλωση του Ιούλη υποσχέθηκε βέβαια ότι τα εργατικά αιτήματα θα τεθούν άμεσα στο δημόσιο διάλογο. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των εργατών διαμήνυσαν ότι παρά τις υποσχέσεις θα παραμείνουν σε καθεστώς «διαρκούς κινητοποίησης» για να διασφαλίσουν ότι τα εμπόδια που θέτει η αντιπολίτευση δε θα οδηγήσουν κι αυτούς τους νόμους σε μια ατέρμονη διαδικασία αναβολής.

Αν ψηφιστεί ο «νέος κι επαναστατικός εργατικός νόμος», όπως διεκδικεί η UNETE σίγουρα  θα αποτελέσει ασπίδα προστασίας των συμβουλίων απέναντι στις πρωτοβουλίες της εργοδοσίας και της “made in USA” αντιπολίτευσης. Όποια όμως κατοχύρωση κι αν θεσμοθετούν τα νομικά κείμενα ως παραπροϊόντα της ίδιας της πάλης των δυνάμεων της εργασίας, η καθοριστική πλευρά συνεχίζει να είναι η δυναμική αυτής της πάλης και ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης που διαμορφώνεται καθημερινά στο κοινωνικό πεδίο της αντιπαράθεσης κεφαλαίου – εργασίας.

Πέρα από κάθε εξιδανίκευση της κατάστασης, η πραγματικότητα υπενθυμίζει ότι παρά τη ραγδαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την εγκαθίδρυση δομών κοινωνικής πρόνοιας πάνω από το 50% των διαδικασιών παραγωγής, διανομής και κυκλοφορίας συνεχίζει να βρίσκεται στα χέρια των ιδιωτών. Οι ιδιώτες ελέγχουν επίσης τη ροή της πληροφορίας κατέχοντας μεγάλο τμήμα των μίντια  επιχειρώντας να ανακόψουν τη διαμόρφωση μιας νέας συλλογικής αγωνιστικής συνείδησης μέσω της χειραγώγησης και της αντιδραστικής προπαγάνδας. Και στο επίπεδο των μισθών παρά την υπαρκτή μερική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των λαϊκών μαζών αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ένας δικαστής παίρνει 40.000 Bs (6.500 περίπου Ευρώ) όταν ο μέσος πραγματικός μισθός του εργάτη κινείται στα 2 – 3.000 Bs (325 – 490 Ευρώ).

Με αυτά τα δεδομένα η αντιπαράθεση είναι σκληρή και κρίνεται κάθε φορά στις πρωτοβουλίες «των κάτω» και ειδικά σε μια νέα κοινωνική και πολιτική δυναμική αγωνιστικής συσπείρωσης κι αλληλεγγύης που εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια. Τα νέα συνδικάτα και τα εργατικά συμβούλια αποτελούν αποτυπώσεις αυτής της δυναμικής στο επίπεδο της εμφάνισης οργάνων εργατικής πολιτικής. Αυτή όμως δεν περιορίζεται στις πρωτοβουλίες του εργατικού κινήματος αλλά σχετίζεται και με τις τοπικές κοινότητες, την εμφάνιση κοινοτικών συμβουλίων κι ένα σύνολο τοπικών κινημάτων. Υπάρχει εξαιρετικά πλούσια εμπειρία στα πάνω από 30.000 κοινοτικά συμβούλια (Consejos Comunales) που λειτουργούν με Γενικές Συνελεύσεις και διευρυμένο πλαίσιο αρμοδιοτήτων που θα αδικούνταν από μια συνοπτική περιγραφή στα πλαίσια ενός αφιερώματος με θεματική τον εργατικό έλεγχο.

Επιφυλασσόμαστε επομένως να ασχοληθούμε με τα κοινοτικά συμβούλια σε επόμενο αφιέρωμα. Αυτό όμως που αξίζει να αναδειχθεί εδώ είναι ο ιδιαίτερος ρόλος των τοπικών κοινοτήτων στους εργατικούς αγώνες και ιδιαίτερα στην πάλη για εθνικοποιήσεις και τον εργατικό έλεγχο. Η δράση των τοπικών κοινωνιών και ειδικά όσων κοινοτικών συμβουλίων δραστηριοποιούνται κοντά στις βιομηχανικές ζώνες δεν εξασφάλισε μόνο την κοινωνική νομιμοποίηση αλλά και την έμπρακτη αλληλεγγύη στον αγώνα. Υπάρχουν δεκάδες τέτοιου τύπου παραδείγματα ειδικά όπου οι εργάτες προχώρησαν σε καταλήψεις εργοστασίων ή όπου η εργοδοσία, οι τοπικές αρχές και ο εργοδοτικός συνδικαλισμός κινητοποίησαν κράτος (αστυνομία) και παρακράτος ενάντια στους εργάτες.

Αυτό που διακυβεύεται όμως από τη συνάντηση του εργατικού κινήματος με τις τοπικές κοινότητες υπερβαίνει μια στάση αγωνιστικής αλληλεγγύης. Αποτελεί μια πρωτότυπη ανταλλαγή εμπειριών και σφυρηλάτηση σχέσεων ανάμεσα σε ριζοσπαστικές δυνάμεις που μπορεί να δραστηριοποιούνται  από το εργοστάσιο μέχρι ομάδες αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, «κοινωνικές αποστολές», οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στις φτωχογειτονιές κ.ο.κ. Την ίδια στιγμή προκύπτει το αντικειμενικό έδαφος μιας συμμαχίας με τον αγροτικό τομέα (στην ανάπτυξη του οποίου παίζουν καθοριστικό ρόλο οι τοπικές κοινότητες) αλλά και τμήματα εργαζομένων που δεν καλύπτονται από το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά συγκροτούνται στις κοινότητες του χώρου κατοικίας τους. Αυτό δεν είναι δευτερεύουσα πλευρά αν αναλογιστεί κανείς ότι μετά τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της περιόδου του ’90 το 50% των βενεζουελάνων εργατών εργάζονται στην «άτυπη οικονομία». Ο ρόλος των τοπικών κοινοτήτων λαμβάνει υπ’ αυτή την έννοια τον επιπλέον χαρακτήρα μιας συλλογικής διαπαιδαγώγησης που αποτελεί εν δυνάμει δίαυλο ταξικού προσανατολισμού που μπορεί να ξεκινήσει από τη γειτονιά και να μεταλαμπαδευθεί στους χώρους δουλειάς. Αυτή η αλλητροφοδότηση δημιουργεί ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος δημιουργίας και ανάπτυξης του νέου ριζοσπαστισμού.

Εκκινώντας λοιπόν από τις καλύτερες παραδόσεις του επαναστατικού κινήματος (Κομμούνα του Παρισιού, σοβιέτ, εργατικά συμβούλια κ.ο.κ.) η ανάδυσή εργατικών – κοινοτικών συμβουλίων στη Βενεζουέλα του 21ου αιώνα αποτελεί ένα κοινωνικό και πολιτικό πείραμα όχι στο δοκιμαστικό σωλήνα φαντασιακών σεναρίων, αλλά σα ζωντανή κι εξελισσόμενη μορφή έκφρασης της πάλης των τάξεων. Για το λόγο αυτό, ένας αναβαθμισμένος ρόλος κι ένα συνεκτικό σχέδιο εργατικών – κοινοτικών συμβουλίων δε σχετίζεται μόνο με το παρόν αλλά και με την προοπτική της μπολιβαριανής διαδικασίας. Τα συμβούλια αποτελούν την πιο προωθημένη κατάκτηση στον παρόντα συσχετισμό δύναμης και ταυτόχρονα εργαλεία αλλαγής του κι εν δυνάμει κύτταρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σε κάθε περίπτωση στέλνουν το μήνυμα της συγκρότησης των «από κάτω» σε ένα βηματισμό που  αποτελεί την πιο αποτελεσματική εγγύηση για την υπεράσπιση των κατακτήσεων από κάθε εξωτερική ή εσωτερική υπονόμευση και ταυτόχρονα την πιο ελπιδοφόρα διαδικασία επαναστατικής επίλυσης των πραγματικών αντιφάσεων της μπολιβαριανής διαδικασίας.

 

Η δομική κρίση του κεφαλαίου και η πρόκληση μιας «πέραν του κεφαλαίου» προοπτικής. Η μπολιβαριανή διαδικασία σε κρίσιμο σταυροδρόμι.

 «Πώς μπορεί μια επιχείρηση να προωθήσει το σοσιαλισμό εντός των πλαισίων του καπιταλισμού;»

Αυτό είναι το ερώτημα – κλειδί, το οποίο θέτει ο Carlos Lanz, πρόεδρος του δεύτερου μεγαλύτερου εργοστασίου αλουμινίου της Βενεζουέλας, στο πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ των Dario Azzellini και Oliver Ressler «5 εργοστάσια – εργατικός έλεγχος στη Βενεζουέλα» (5 fábricas – control obrero en Venezuela) (1). Το ερώτημα αυτό «δένεται» αναπόφευκτα με την πορεία της οικονομίας της Βενεζουέλας στη συγκυρία της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.

Πρόσφατα, ο Τσάβες δήλωνε ότι οι στρατηγικές οικονομικές και πολιτικές συμμαχίες τις οποίες έχει χτίσει η Βενεζουέλα τα τελευταία 12 χρόνια την καθιστούν ισχυρή στο να αντιμετωπίσει τα χτυπήματα από την  παγκόσμια οικονομική κρίση. Ενώ η κρίση εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη και προκαλεί το χάος στον κόσμο, η Βενεζουέλα παραμένει σταθερή και η οικονομία της ισχυροποιείται μέρα με τη μέρα, διαβεβαίωνε από την Κούβα όπου ολοκλήρωσε το δεύτερο γύρο της χημειοθεραπείας του. «Μου κέντρισε το ενδιαφέρον ότι πριν δυο μέρες ο Τύπος έδειχνε όλα τα Χρηματιστήρια έπεφταν παντού εκτός από της Βενεζουέλας». Ο Ομπάμα, συνεχίζει ο Τσάβες βρίσκεται εγκλωβισμένος στο δικό του λαβύρινθο, στη μεγαλύτερη κρίση από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του 1929, ενώ τέλος τόνισε εμφατικά τη διαφορά ανάμεσα στην οικονομία της Βενεζουέλας που δεν εξαρτάται από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς και οικονομίες όπως της Ελλάδας ή της Ισπανίας που εξαρτώνται και έχουν βυθιστεί στην κρίση! (2).

Το ερώτημα που προκύπτει εύλογα είναι πως μπορεί μια οικονομία στα σημερινά να μην επηρεαστεί από την κρίση; Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 50% του πετρελαίου που εξάγει η Βενεζουέλα πηγαίνει στην αμερικανική αγορά, ενώ το 60% των εισαγωγών στη Βενεζουέλα προέρχονται από τις ΗΠΑ. Ο Τσάβες δίνει την απάντηση των συμφωνιών που είτε έχει ήδη κλείσει είτε διαπραγματεύεται με την Κίνα, τη Ρωσία και τη Βραζιλία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα υπάρχει περίπτωση με πρωτοβουλία της Βενεζουέλας να μεταφερθούν καταθέσεις και αποθέματα χρυσού ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ σε τράπεζες των χωρών με τις οποίες κλείνει οικονομικές συμφωνίες. Πόση σταθερότητα μπορούν όμως να εγγυηθούν τέτοιες συμφωνίες σε μια φάση διεθνούς καπιταλιστικής αστάθειας, όπου οι ισχυρές πληθωριστικές τάσεις στην Κίνα και την Ινδία ή η φούσκα ακινήτων στην Βραζιλία δείχνει το φρενάρισμα της «ανάπτυξης» των «νέων δυνάμεων» (των λεγόμενων BRIC).

Ήδη άλλωστε, η Βενεζουέλα δε βρίσκεται έξω από το χορό της κρίσης, όπως μαρτυρούν τα δεδομένα των τελευταίων χρόνων. Προκειμένου να μην ακολουθήσει τη συνταγή των περικοπών στις κοινωνικές δαπάνες το 2010 η κυβέρνηση προχώρησε στην υποτίμηση του βενεζολάνικου νομίσματος σε δύο επίπεδα: το «κανονικό» συνάλλαγμα θα είναι 2.6 Μπολίβαρ ανά δολάριο και το «πετρελαϊκό» συνάλλαγμα θα είναι 4.60 (3). Αυτό είχε όμως σαν αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών σε κάθε είδους προϊόντα, τη στιγμή που ο πληθωρισμός ήταν ήδη τα προηγούμενα χρόνια μεγάλο πρόβλημα έχοντας τα υψηλότερα ποσοστά στη Λατινική Αμερική. Ταυτόχρονα, η υποτίμηση δε φάνηκε να οδηγεί στα αναμενόμενα αποτελέσματα ανάπτυξης τη στιγμή που οι εξαγωγές κρίνονται σε μεγάλο ποσοστό από την ιδιωτική πρωτοβουλία που δεν ήταν πρόθυμη για επενδύσεις. Ο Τσάβες δήλωσε τότε ότι η κυβέρνηση θα καταπολεμήσει τον πληθωρισμό με απαλλοτριώσεις όσων κερδοσκοπούν σε βάρος του λαού.

Με αυτό το πέρασμα φτάνουμε και πάλι στην πρακτική των εθνικοποιήσεων και του εργατικού ελέγχου. Είναι γεγονός ότι κάθε πρακτική διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης εντός του κυριάρχου πλαισίου θα οδηγήσει σε τελική ανάλυση στην αναπαραγωγή των δομικών αντιφάσεων του συστήματος. Χωρίς επομένως να εκβιάζουμε «εύκολες» απαντήσεις σε εξαιρετικά σύνθετες και αντιφατικές διεργασίες προκύπτει ότι υπό προϋποθέσεις οι εθνικοποιήσεις με όρους μαζικού λαϊκού κι εργατικού εκβιασμού και το ακηδεμόνευτο κίνημα του εργατικού ελέγχου δίνουν ένα περίγραμμα ενός “Tertium Datur”. Ανοίγεται μ’ αυτό τον τρόπο ένας τρίτος δρόμος σύγκρουσης και προοπτικής με τη σφραγίδα των «από κάτω» ανάμεσα στα σχέδια ιδιωτών και γραφειοκρατών για το σαμποτάζ και την ανοικτή υπονόμευση των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων απ’ τη μια πλευρά και την επίσημη πολιτική ισορροπιών και συμβιβασμού των αντιθέτων που ακολουθεί ο Τσάβες σε επίπεδο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής (πχ. αναβάθμιση διπλωματικών σχέσεων με την Κολομβία με την έκδοση του αγωνιστή δημοσιογράφου Χοακίν Πέρες Μπεσέρα).

Ποιες είναι λοιπόν οι προϋποθέσεις όπου τέτοια αιτήματα μπορούν να οδηγήσουν σε ρήξεις και τομές, όπως προκύπτει με βάση την ιστορική εμπειρία αλλά και από τις περιγραφές που έχουν προηγηθεί; Ένα πρώτο ζήτημα είναι η πάλη για επέκταση των εθνικοποιήσεων σε όλους τους βασικούς τομείς της οικονομίας και η εθνικοποίηση των τραπεζών, ούτως ώστε να υπάρχει έλεγχος της πίστωσης σε μεγάλη κλίμακα. Για να έχουμε μια εικόνα, οι απαλλοτριώσεις τραπεζών το 2009 και η δημιουργία νέας τράπεζας δημοσίων επενδύσεων (Banco Bicentenario) αύξησε τον κρατικό έλεγχο του τραπεζικού τομέα μόλις στο 20-25%. Η δεύτερη και καθοριστική προϋπόθεση έχει ήδη απαντηθεί στην ουσία της, καθώς δεν είναι άλλη από το να προσλάβει το αίτημα του εργατικού ελέγχου το χαρακτήρα του κινήματος. Προφανώς, είναι πιθανό η διαπάλη για το χαρακτήρα του εργατικού ελέγχου να ενταθεί και στη βάση του κινήματος, όπου μπορούν να αναπαραχθούν οι κυρίαρχες αντιφάσεις.

Ποιός θα είναι ο προσανατολισμός του εργατικού ελέγχου; Τα σοσιαλιστικά εργατικά συμβούλια θα περιοριστούν σε όργανα διεξαγωγής της οικονομικής πάλης (διαπραγμάτευση των όρων αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης) ή θα ανεβάσουν τον πήχη και θα συνδεθούν με τη θεμελιώδη πλευρά του κοινωνικού μετασχηματισμού; Ποιός θα ελέγχει τους ελεγκτές; Η αιρετότητα και η ανακλητότητα των αντιπροσώπων των εργατικών συμβουλίων και η κατάκτηση της πραγματικής δημοκρατίας εντός του κινήματος αποτελεί όρο για να μην εκφυλιστεί ο ρόλος των συμβουλίων σε μηχανισμούς συνδιαχείρισης, ακόμη και ενσωμάτωσης, όπως έχει συμβεί σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις όπου αναδείχθηκαν αντίστοιχα όργανα. Τον κίνδυνο αυτό είχε επισημάνει ο Λένιν στη μπροσούρα με τίτλο «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς πρέπει να τη καταπολεμήσουμε» λίγες βδομάδες πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν έγραφε: «Είναι αδύνατο να γίνει έλεγχος στους καπιταλιστές αν ο έλεγχος αυτός παραμένει γραφειοκρατικός, γιατί η ίδια η γραφειοκρατία συνδέεται και είναι μπλεγμένη με χιλιάδες νήματα με την αστική τάξη».

Το μίσος της εργοδοσίας και της κρατικής γραφειοκρατίας απέναντι στους συνδικαλιστές που πρωταγωνιστούν στην πάλη για τον εργατικό έλεγχο δείχνει πως το κίνημα βαδίζει προς τη σωστή κατεύθυνση με πανεθνικό συντονισμό και με τα πιο προωθημένα τμήματα του κινήματος να θέτουν θέμα επέκτασης του ελέγχου σε όλες τις σφαίρες της παραγωγικής διαδικασίας σπάζοντας κάθε ιδιωτικό απόρρητο και δημοσιοποιώντας στους ίδιους τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου το συνολικό προτσές της παραγωγής.

Προφανώς, οι τόσο ενδιαφέρουσες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες της Βενεζουέλας έχουν συνδεθεί και με τις θεωρητικές ριζοσπαστικές αναζητήσεις της τελευταίων χρόνων. Και αυτή η δύσκολη θεματική απαιτεί βέβαια ξεχωριστή πραγμάτευση. Εδώ υπαινικτικά θα γίνει αναφορά μονάχα σε δύο συγγραφείς των οποίων δύο σημαντικά έργα μοιράζονται τον ίδιο τίτλο. Πρόκειται για τους István Mészáros και Michael Lebowitz και ο τίτλος των έργων τους θέτει απευθείας το δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων: «Πέραν του κεφαλαίου» – Beyond Capital. Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους  κυρίως στο ζήτημα του κράτους και οι δύο φαίνεται να συμφωνούν στη διαπίστωση, σύμφωνα με τη διατύπωση του Lebowitz ότι: «Δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο σχετικά με το εάν η Μπολιβαριανή Επανάσταση θα επιτύχει στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας ή εάν θα καταλήξει σε ένα νέο είδος καπιταλισμού με λαϊκιστικά χαρακτηριστικά. Η έκβαση θα καθοριστεί αποκλειστικά από την πάλη» (4).

 

Ο ίδιος ο Lebowitz αναδεικνύει πλευρές του έργου του Μεζάρος τις οποίες θεωρεί αναγκαίες για την επιτυχή έκβαση της πάλης. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζει η πρόταση για ένα νέο κοινοτικό σύστημα υπό το πρίσμα ενός νέου τύπου ανταλλαγής – ανταλλαγή δραστηριοτήτων «στην οποία τα άτομα εμπλέκονται, σύμφωνα με την ανάγκη τους ως ενεργά ανθρώπινα όντα», ανταλλαγή για τις κοινωνικές ανάγκες και τους κοινωνικούς σκοπούς με βάση έναν πραγματικό σχεδιασμό, όχι «απ’ τα πάνω» αλλά με κύτταρο τη «συντονισμένη κοινωνική αυτοδιαχείριση». Τα εργατικά συμβούλια υπ’ αυτή την έννοια είναι ο πιο αποτελεσματικός φορέας της συντονισμένης κοινωνικής αυτοδιαχείρισης. Το κοινοτικό σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Μεζάρος, έχει επηρεάσει και τον ίδιο τον Τσάβες, ο οποίος έχει αφιερώσει εκπομπές του (Aló Presidente) στο έργο αυτό, ενώ το 2008 ο Υπουργός Πολιτισμού της Βενεζουέλας ανακοίνωσε ότι 30.000 αντίτυπα του Beyond Capital (πάνω από 1000 σελίδες) θα μοιραστούν δωρεάν σε κοινοτικά συμβούλια και δημόσιους οργανισμούς.

Θα κλείσουμε λοιπόν αυτό το αφιέρωμα με την υπενθύμιση του Ούγγρου φιλοσόφου, όπου κάνοντας ιστορική αναδρομή στο Σιμόν Μπολιβάρ επισημαίνει τον κίνδυνο μιας ανακατανομής του σχετικού μεριδίου των διαφόρων κοινωνικών δυνάμεων στις δομικά δεδομένες σχέσεις εξουσίας χωρίς να αμφισβητηθούν τελικά οι δομικές παράμετροι της δεδομένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. «Ακόμη όμως και οι πιο επιδέξιες πολιτικές εξισορροπήσεις των κοινωνικών δυνάμεων υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας το καθήκον της εμπέδωσης της απαιτούμενης θεμελιώδους δομικής αλλαγής» τονίζει ο Μεζάρος αντιπροτείνοντας την πραγματική ουσιαστική ισότητα ως κεντρική καθοδηγητική αρχή τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και της κατανομής(5). Η δέσμευση του κινήματος για τον εργατικό έλεγχο σ’ αυτό το σκοπό είναι τελικά που ξαναφέρνει στην επικαιρότητα το έργο και τον τρόπο της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης και μιας «πέραν του κεφαλαίου» προοπτικής. Γιατί οι εθνικοποιήσεις και ο εργατικός έλεγχος μπορεί να μην καταλήγουν αναγκαστικά σε αντικαπιταλιστικές τομές αλλά κάθε αντικαπιταλιστική τομή δε μπορεί παρά να διαλεχθεί με το ερώτημα των εθνικοποιήσεων και του εργατικού ελέγχου.

Σχόλια

Υποβολή νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.
  • Διευθύνσεις ιστού και e-mail μετατρέπονται αυτόματα σε παραπομπές.
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Επιτρεπόμενες ετικέτες HTML: <a> <em> <i> <strong> <b> <u> <cite> <code><ul> <ol> <li> <dl> <dt> <dd> <blockquote> <p> <br> <span> <div> <img> <sub> <sup> <strike>
  • Use to create page breaks.

Περισσότερες πληροφορίες για τις επιλογές μορφοποίησης