Εργατικός έλεγχος και αυτοδιαχείριση στην Οκτωβριανή επανάσταση

Η γενικευμένη εργατική αυτοδιαχείριση είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επιτυχία μιας επανάστασης. Πώς όμως εξελίχθηκε η υπόθεση αυτή στα ιστορικά πλαίσια της Οκτωβριανής επανάστασης;

Εργατικός έλεγχος και αυτοδιαχείριση στην Οκτωβριανή επανάσταση

Ένα βασικό στοιχείο που ορίζει μια κομμουνιστική επανάσταση είναι η παρέμβαση των λαϊκών τάξεων και, κυρίως, των εργατικών που υφίστανται την πιο έντονη καταπίεση από τις εκμεταλλεύτριες καπιταλιστικές τάξεις. Η εξέγερση των εργατικών τάξεων και η γενικευμένη εργατική αυτοδιαχείριση είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επιτυχία της. Πώς όμως εξελίχθηκε η υπόθεση αυτή στα ιστορικά πλαίσια της Οκτωβριανής επανάστασης;

Τα εργοστασιακά συμβούλια που ιδρύθηκαν στην Πετρούπολη και τη Μόσχα το Μάρτιο του 1917 διαδόθηκαν αστραπιαία. Τα μέλη του ήταν άμεσα εκλεγμένα από τους εργάτες κάθε επιχείρησης και αρχικά είχαν στόχους αμυντικούς (να μην κλείσουν εργοστάσια και ενάντια στις απολύσεις) και επιθετικούς (8ωρη εργασία, αναγνώριση των συμβουλίων). Την 10η Μαρτίου το αίτημα του 8ωρου έγινε επίσημα δεκτό από το Σύνδεσμο Βιομηχάνων Πετρούπολης και ορισμένα συμβούλια αναγνωρίστηκαν, ενώ για άλλα, λιγότερο ισχυρά, η διαδικασία αναγνώρισης τράβηξε σε μάκρος. Στη διερευνητική σύνοδο των εργοστασιακών συμβουλίων (2 Απριλίου, Πετρούπολη) όπου μετείχαν κυρίως εργάτες των πολεμικών βιομηχανιών διακηρύχθηκε ότι στόχοι των συμβουλίων θα ήταν η ανάληψη της εσωτερικής οργάνωσης των εργοστασίων (ωράρια, μισθοί, προσλήψεις-απολύσεις κ.ο.κ.), το δικαίωμα έγκρισης ή απόρριψης της πρόσληψης διοικητικού προσωπικού και των διευθυντών, το δικαίωμα ελέγχου της δραστηριότητας των διευθυντών σε όλα τα πεδία (διοικητικό, οικονομικό, τεχνικό). 

Παρά την αναγνώριση των επιτροπών από την κυβέρνηση, έπειτα μόλις από τρεις εβδομάδες, εξαπολύθηκε μια παράλληλη εκστρατεία κατασυκοφάντησης των αιτημάτων τους από τον αστικό τύπο, εκστρατεία που κράτησε μέχρι την επανάσταση του Οκτωβρίου. Η συνδιάσκεψη των εργοστασιακών συμβουλίων της 29ης Μαΐου, στο Kharkov, αποφάσισε ότι «τα Εργοστασιακά Συμβούλια πρέπει να αναλάβουν την παραγωγή, να την προστατέψουν, να την αναπτύξουν, να θεσπίσουν όλους τους εσωτερικούς εργοστασιακούς κανονισμούς και να προσδιορίσουν λύσεις για όλες τις συγκρούσεις». Την επόμενη εβδομάδα η Συνδιάσκεψη της Πετρούπολης αποφάσισε ότι στα καθήκοντα των Συμβουλίων θα περιλαμβάνεται η «δημιουργία νέων όρων εργασίας», η «οργάνωση του εμπεριστατωμένου και λεπτομερούς ελέγχου της παραγωγής και της διανομής από τους εργάτες» και απηύθυνε έκκληση για τη δημιουργία προλεταριακής πλειοψηφίας σε όλους τους θεσμούς που διαθέτουν εκτελεστική εξουσία. Μέσα στους επόμενους μήνες, σε πολλά εργοστάσια οι εργάτες καθαίρεσαν τους διευθυντές και ανέλαβαν τη λειτουργία τους. Τέλος, τον Αύγουστο στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη της Πετρούπολης, αποφασίστηκε ότι τα διατάγματα των εργοστασιακών θα ήταν δεσμευτικά για τις διοικήσεις των εργοστασίων, ότι τα συμβούλια θα συνεδρίαζαν σε εργάσιμες ώρες χωρίς περικοπή ημερομισθίου, ότι θα είχαν το δικαίωμα πρόσληψης και απόλυσης του διοικητικού προσωπικού, ότι θα είχαν το δικό τους τύπο και ότι θα ενημέρωναν απευθείας τους εργάτες για τις αποφάσεις τους. 

Το θέμα που τέθηκε στην ημερήσια διάταξη, τόσο πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση όσο και μετά, ήταν αυτό της σχέσης των συμβουλίων με τα συνδικάτα, τα κόμματα και το κράτος. Οι Μενσεβίκοι και τα ελεγχόμενα από αυτούς συνδικάτα ήταν εχθρικά απέναντι στα συμβούλια, ο δε Μενσεβίκος υπουργός Skobelev κατά την Α΄ Συνδιάσκεψη είχε ξεκάθαρα τονίσει ότι «η λειτουργία και ο έλεγχος της βιομηχανίας αποτελούν καθήκοντα του κράτους», ότι τα συμβούλια θα εξυπηρετούσαν καλύτερα την υπόθεση των εργατών «με την μετατροπή τους σε μονάδες υποταγμένες σε ένα δίκτυο συνδικάτων όλης της επικράτειας» και ότι οι υποψήφιοι θα επιλέγονταν από κατάλογο που θα κατάρτιζαν τα συνδικάτα. Στην πράξη ο ίδιος απαγόρεψε τη συνεδρίαση των συμβουλίων σε ώρες εργασίας και ακύρωσε το δικαίωμα τους να προσλαμβάνουν και να απολύουν. Οι Μπολσεβίκοι, στα λόγια υποστήριζαν τον εργατικό έλεγχο, αλλά δεν ήταν σαφείς στο τι ακριβώς εννοούσαν και έλεγαν ότι το πρόβλημα θα λυθεί στην πράξη. Στην πλατφόρμα «Οι Μπολσεβίκοι μπορούν να κρατήσουν την κρατική εξουσία», ο Λένιν έγραφε ότι «αν αναφερόμαστε σε ένα προλεταριακό κράτος, τότε ο εργατικός έλεγχος μπορεί να είναι ένας εθνικός, γενικευμένος, εξαιρετικά ακριβής και σχολαστικός «απολογισμός» της παραγωγής και της διανομής των αγαθών». Στο «Κράτος και Επανάσταση» ο ίδιος τόνιζε ότι «είναι αρκετά δυνατό, μετά την ανατροπή των καπιταλιστών και των γραφειοκρατών, να προχωρήσουμε, αυθημερόν, στην αντικατάστασή τους, όσον αφορά τον «έλεγχο» της παραγωγής και της διανομής καθώς και τον «απολογιστικό έλεγχο» της εργασίας και των προϊόντων, από τους ένοπλους εργάτες, από το σύνολο του ένοπλου πληθυσμού».

Μετά τον Οκτώβριο, ο Λένιν σε διάταγμά του ανέφερε ότι «οι αποφάσεις των εκλεγμένων αντιπροσώπων των εργατών ήταν νομικά δεσμευτικές για τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων», αλλά τα συνδικάτα και τα συνέδρια των σοβιέτ θα μπορούσαν να τις ακυρώνουν. Τα συμβούλια ήταν πια υπόλογα στο κράτος σε όλες τις κρατικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεις και όχι το κράτος στους εργάτες. Τα συμβούλια υποτάσσονταν στο «Ρωσικό Συμβούλιο Εργατικού Ελέγχου» στο βαθμό που αποτελούσαν τη μειοψηφία του (5 μέλη στα 21). Ο κρατικός και κομματικός συγκεντρωτισμός είχε νικήσει. Η εργατική αυτοδιαχείριση θα ήταν πια ένα σύνθημα που και αυτό θα σβηνόταν αργότερα από τα προγράμματα των κομμουνιστικών κομμάτων όπου γης. Μόνο η Αριστερή Αντιπολίτευση, οι Τροτσκιστές και οι Αναρχικοί θα υπερασπίζονταν τα εργατικά συμβούλια και την αυτοδιαχείριση ώσπου η Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και ο Γαλλικός Μάης του 1968 θα επανέφεραν στο προσκήνιο τις ξεχασμένες αυτές εργατικές διεκδικήσεις.